ÉCHANTILLONS

Δρ. Κλείτος Ιωαννίδης
Θρησκειολόγος – Καθηγητής Φιλοσοφίας
και Αισθητικής

Η αρχή τής μύησης στη θεία και ελεύθερη ζωή είναι συνδεδεμένη στην ελληνική σκέψη με τις απόκρυφες επιστήμες και θρησκείες, δηλαδή με τα Μυστήρια. Οι Έλληνες πιστεύουν βαθειά, πως δεν πρέπει να δίνονται σε όλον τον κόσμο, χωρίς διάκριση και χωρίς προσοχή, οι αλήθειες και οι θρησκευτικές διδασκαλίες. Ο Ιπποκράτης, ο μεγάλος ιατρός από την Κω, δίδασκε την τέχνη του σ’ εκείνους που μπορούσαν και είχαν την ικανότητα να μάθουν, υποχρεώνοντάς τους να παίρνουν όρκο. Τα ιερά πράγματα δείχνονται μόνο σε ιερούς ανθρώπους. Οι λαϊκοί δεν μπορούν ν’ ασχοληθούν μ’ αυτά, προτού μυηθούν στα μυστήρια των ιερών επιστημών. Όσον αφορά τον όρκο του μύστου πρόκειται για συμβόλαιο σιωπής που δεν επιτρέπει καμμιά εξήγηση και κανένα σχόλιο.

Γνωρίζομε τις μυστικές εμπειρίες μέσω της τέχνης, της φιλοσοφίας και των μυστηρίων. Οι ποιητές, όπως ο Όμηρος ή οι τραγικοί και οι φιλόσοφοι, όπως ο Πυθαγόρας, ο Ηράκλειτος, ο Παρμενίδης και ο Πλάτων κρύβουν συχνά τις αρχές των πραγμάτων. Μεταδίδουν την αλήθεια υπό μορφή αινιγμάτων, συμβόλων, αλληγοριών, εικόνων. Μ’ αυτό τον τρόπο άλλωστε δίνονται οι χρησμοί στους Δελφούς και στη Δωδώνη. Καταλαβαίνουμε έτσι γιατί οι ιδρυτές των Μυστηρίων, οι οποίοι είναι μύστες – φιλόσοφοι των πιο προχωρημένων βαθμών τής Αλήθειας, εκφράζουν τις διδασκαλίες τους μέσω μιας συμβολικής και μυθικής γλώσσας. Μ’ αυτό τον τρόπο οι μύστες κρύβουν την ουσία τής Αλήθειας στα μάτια των πολλών. Προστατεύουν την ιερότητά της.

Οι Έλληνες φιλόσοφοι ήσαν κατά κανόνα μυημένοι στα μυστήρια της Ελευσίνας. Ο Πλάτων στην Απολογία μας παρουσιάζει τον Σωκράτη ως ένα μύστη. Ο Σωκράτης πράγματι βεβαιώνει ότι αν η ψυχή του επιζήσει έχοντας πλήρη αυτοσυνείδηση, θα δει μετά το θάνατό του τους δικαστές του Κάτω Κόσμου, τον Μίνωα, τον Ραδάμανθυ, τον Αιακό και τον Τριπτόλεμο. Ωστόσο, ο Τριπτόλεμος ήταν ο ήρωας της Ελευσίνας. Ο Πλάτων στο σύνολο των διαλόγων του κάνει συχνά αναφορά σε πράγματα που συμβαίνουν στις μυητικές τελετές και θυσίες. Οι Στωικοί είχαν μέσα στο καταστατικό της Στοάς τον κανόνα να μυούνται σε όλα τα Μυστήρια και να τελειοποιούνται με τις πιο άγιες «τελετές».

Τα κίνητρα και τα μυστικά των Μυστηρίων και του μυητικού συστήματος δικαιολογούνται με την πεποίθηση ότι η Φύση αγαπά να κρύβεται, όπως έλεγε ο Ηράκλειτος. Η αλήθεια επιτυγχάνεται με το τίμημα μεγάλων προσπαθειών. Εκείνοι που έχουν ανακαλύψει τις πνευματικές πραγματικότητες δεν πρέπει να τις αποκαλύπτουν χωρίς διάκριση στους άλλους. Κατ’ αυτό τον τρόπο, ο κίνδυνος της περιφρόνησης και του εξευτελισμού από όσους δεν γνωρίζουν απομακρύνεται και ο λόγος της προπαρασκευής και της επαλήθευσης, με τις επιβαλλόμενες δοκιμασίες στους υποψηφίους των Μυστηρίων, δικαιολογείται. Μπορούμε να καταλάβουμε γιατί στις τελετές των Μυστηρίων οι συνήθεις μύστες, σύμφωνα με ό,τι μπορούμε να γνωρίζουμε, δεν έβλεπαν παρά καλυμμένα ή ντυμένα αγάλματα, ενώ οι υψηλού βαθμού μυημένοι είχαν το δικαίωμα να βλέπουν τα αγάλματα γυμνά. Το ένδυμα εδώ συγκρίνεται με τους πέπλους που καλύπτουν την αλήθεια.

Μεγάλοι στοχαστές και φιλόσοφοι θεωρούν το μυστηριακό γεγονός ως τη μόνη διαδικασία για να φθάσει κανείς στο επίπεδο όπου το Πνεύμα πνέει ελεύθερα. Ό Πλούταρχος επέμενε συχνά στην έννοια του μυστικού, που αυξάνει περισσότερο την άξια αυτού που μαθαίνεται. Απεναντίας μια πολύ μεγάλη καθαρότητα εξευτελίζει το διδασκόμενο. Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς μας πληροφορεί πως οι «Τελετές» δεν εκτίθενται και δεν προσφέρονται χωρίς κανόνα και σ’ οποιονδήποτε χωρίς τους προκαταρκτικούς καθαρμούς των Μυστηρίων. Για τον Πλωτίνο, το θείο είναι ανέκφραστο και κατά συνέπεια, δεν μπορούμε να μιλάμε σ’ οποίον δεν είχε την ευτυχία να το δει.

Οι αρχές αυτές είναι η βάση των Μυστηρίων και των μυστικών αδελφοτήτων που υπήρχαν παντού στον αρχαίο κόσμο. Οι μαρτυρίες μας πληροφορούν ότι στην Ελλάδα τα μυστήρια ήταν πολυάριθμα, κάθε θεότητα είχε τα δικά της. Έχομε τα Μυστήρια των Καβείρων, των Κορυβάντων, του Κρόνου και των Τιτάνων, τα μυστήρια του Διός στην Κρήτη, τα Μυστήρια του Διονύσου, των Διοσκούρων, της Αθηνάς και πολλά άλλα. Οι Έλληνες όμως αναφέρονται ιδιαίτερα στα Μυστήρια της Δήμητρας και της θυγατέρας της Περσεφόνης (τα Μυστήρια της Ελευσίνας), με τα οποία είναι στενά συνδεδεμένα τα Μυστήρια του Διονύσου.

Ως προς τα Μυστήρια τής Ελευσίνας, οι αρχαίοι συγγραφείς συνδέουν την εγκαθίδρυσή τους με τον Ορφέα ή με τους Ορφικούς, με το Μουσαίο και τον Εύμολπο. Η οικογένεια των ιεροφάντων είναι οι Εύμολπίδες. Με τη σειρά του ο Ομηρικός Ύμνος στη Δήμητρα υμνεί το μεγαλείο των Ελευσινίων Μυστηρίων.

«…Μακάριος ο άνθρωπος πού ζει πάνω στη γη και που τα είδε! Εκείνος που δεν γνωρίζει την τελειότητα των ιερών Μυστηρίων, εκείνος που δεν πήρε μέρος δεν έχει ποτέ, όντας νεκρός, παρόμοια μοίρα στο σκοτεινό ύπνο».

Ό μύθος της εγκαθίδρυσης των Μυστηρίων της Ελευσίνας βρίσκεται στο γεγονός ότι η Δήμητρα, θεά τής γεωργίας, μητέρα και τροφός των ανθρώπων, πλανιόταν σ’ όλη τη γη αναζητώντας τη θυγατέρα της Περσεφόνη, αρπαγμένη από τον Άδη, το θεό τού Κάτω Κόσμου. Αφού διέτρεξε όλη τη γη και τη θάλασσα, φθάνει στην Ελευσίνα και σταματά την περιπλάνηση, όπου δέχεται μ’ εντολή του Δία εκείνην που αναζητά. Από ευγνωμοσύνη δίνει στους ανθρώπους τα δημητριακά, όπως το σιτάρι και το κριθάρι και τα λαχανικά. Αφού έδωσε τους σπόρους, έδωσε και τα πτερωτά άρματα στους ανθρώπους για να πηγαίνουν παντού να τα διανέμουν. Και όχι μόνο δίνει το σιτάρι και τις σπορές, αλλά πραγματοποιεί για τους ανθρώπους τα Μυστήρια και δείχνει πως πρέπει να μυούν και να μυούνται. Με το σύμβολο τής απαγωγής της Περσεφόνης από το θεό Άδη και τής επιστροφής της κατά την Άνοιξη και μέσω της κρυμμένης ουσίας της γονιμότητας των σπόρων, η ανθρώπινη ψυχή γνωρίζει τους διαφόρους κύκλους της και την τελική επιστροφή στις πηγές της.
Οι μύθοι και οι αλληγορικές εκφράσεις είναι πολυάριθμες στα Μυστήρια και κάθε πράξη έχει μια προέκταση και μια ανάλογη μεταφορά μυητικής μορφής. Η ελληνική μυθολογία, το δράμα, οι ορφικές θεογονίες, οι Πλατωνικοί μύθοι, οι αλληγορίες της αρχαϊκής φιλολογίας, οι θρησκευτικές τελετές μετάβασης από μίαν ηλικία σε άλλη και οι Ομηρικοί Ύμνοι περικλείουν έκδηλες εκφράσεις μυητικών διαδικασιών. Όλες οι εσωτερικές καταστάσεις και βαθμοί συνείδησης συλλαμβάνονται σπερματικά και σε βάθος, με μια γλώσσα αινιγματική και μαντική.

Το συμβολικό πρότυπο του ήρωα που επιστρέφει μόνος στην πατρίδα του, την Ιθάκη, μετά το ολοκληρωτικό χάσιμο των συντρόφων του, η αντιμετώπιση των Κυκλώπων, των Σειρήνων, των Μάγων και μια κάθοδο στον Άδη είναι μια διήγηση που οδηγεί σέ τέτοιες σκέψεις που βρίσκουν την εφαρμογή τους μόνο στο δρόμο της απελευθέρωσης. Με τον ίδιο συμβολικό τρόπο του Οδυσσέα, ο Οιδίπους, ο πατροκτόνος και αιμομίκτης, «ίσος με το τίποτα και ίσος με το θεό», όπως το λέει ο Οίδίπους Τύραννος του Σοφοκλή, κάτω από αυτή τη διφορούμενη και τραγική όψη, είναι ένας τύπος ήρωα που συμβολίζει τις διάφορες μεταβάσεις στην καθοδική και ανοδική πορεία της ανθρώπινης ψυχής. Παρόμοια πρότυπα βρίσκουμε ενσαρκωμένα στα πρόσωπα τού Ιάσωνα και των Αργοναυτών, του Ηρακλή, του Ναρκίσσου, του Ορφέα και της Ευρυδίκης, των Κενταύρων, στις ενώσεις των θεών με τούς θνητούς κλπ. Ο μύθος του σπηλαίου, ο μύθος του πτερωτού άρματος στον Φαίδρο, ο μύθος του Ηρός στην Πολιτεία του Πλάτωνος, η μύηση του Σωκράτη από τη Διοτίμα στο Συμπόσιο, κρύβουν, σε μιαν εξωλογική και μυστηριώδη γλώσσα, μυστικές φάσεις που καταλήγουν στις σφαίρες του όντος.

Στα περιορισμένα όρια της εισήγησής μας είν’ αδύνατο ν’ αναφέρουμε και να επεξεργαστούμε το σύνολο των καλυμμένων αληθειών κάτω από τα σημεία και τις αλληγορικές διηγήσεις που αφορούν τη μυστική εμπειρία στον ελληνικό κόσμο. Απλούστατα οι μερικές αυτές ουσιώδεις αναφορές επιτρέπουν να φανεί η εκπληκτική σπουδαιότητα πού είχαν τα Μυστήρια και οι Μυήσεις στην Ελλάδα. Με τον Θέωνα Σμύρνης, που συγκρίνει την Πλατωνική φιλοσοφία με τα Μυστήρια, είναι δυνατό να διακρίνομε τους σταθμούς που πρέπει να διασχίσομε για να φτάσουμε τον ύψιστο βαθμό ομοίωσης με τη θεότητα. Στο κείμενό του οι ανοδικές κινήσεις που οδηγούν τις ψυχές στην αρχική τους πηγή, τον ουσιαστικό σκοπό των Μυήσεων, των Μυστηρίων και της Φιλοσοφίας, είναι πολύ καθαρές. Για το Θέωνα Σμύρνης η φιλοσοφία είναι μια μύηση στην Αληθινή τελετή και μια μετάδοση αληθινών Μυστηρίων. Υπάρχουν πέντε στάδια μέσα στη μύηση. Το πρώτο είναι ό εξαγνισμός: πράγματι όλοι οι άνθρωποι δεν μπορούν αδιάκριτα να συμμετέχουν στα Μυστήρια· είναι μερικοί που τους απαγορεύεται, όπως εκείνοι που δεν έχουν τα χέρια καθαρά. Και εκείνοι ακόμη, πού είναι αποδεκτοί στη μυητική γνώση, οφείλουν να περάσουν προηγουμένως από ένα εξαγνισμό. Μετά τον εξαγνισμό έρχεται η μετάδοση της «τελετής». Ως τρίτη φάση έρχεται η «εποπτεία». Ως τέταρτο στάδιο θεωρείται η τελειοποίηση της «εποπτείας», η «Ανάδυση», όπου ο ιεροφάντης δείχνει «τα ιερά πράγματα». Τέλος, το πέμπτο στάδιο ορίζεται ως η ευδαιμονία πού είναι η συνέχεια κάθε εξαγνιστικής και ενατενιστικής διαδικασίας μέσω της φιλίας με το θεό, εφ’ όσον ο υποψήφιος έρθει σε άμεση επικοινωνία με το Θεό.

Άλλοι συγγραφείς, ο Συνέσιος, ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, ο Ωριγένης, ο Πλούταρχος, ο Ολυμπιόδωρος, ο ‘Ιάμβλιχος, ο Πρόκλος, προτείνουν διαφορετικούς βαθμούς, οι οποίοι αντιστοιχούν στις δοκιμασίες ή στις ανάλογες ιεροτελεστίες τής Ελευσίνιας ιεραρχίας. Όμως, για μια ακόμη φορά, σημαντικό στη μελέτη των Μυστηρίων είναι ή σημασία της λέξης «μύηση» που σημαίνει κλείσιμο του στόματος και «μύστης» είναι εκείνος που έχει το στόμα κλειστό. Καταλαβαίνομε έτσι, γιατί ο Πυθαγόρας υποχρέωνε τους μαθητές του, του εξωτερικού κύκλου, τους «ακουσματικούς», σε μια άσκηση σιωπής διάρκειας δύο η πέντε ετών, ώστε να μπορέσουν να μπουν στον εσωτερικό κύκλο των Πυθαγορείων-μαθηματικών. Κατ’ αυτό τον τρόπο η ελληνική φιλοσοφία καθώς και τα Μυστήρια ζητούν μια άνοδο με ιεραρχική τάξη, για να εμβαθύνουν στις ουσίες του μυστηρίου της ζωής και να γνωρίσουν τις αίτιες όλων των πραγμάτων. Ποτέ οι φιλόσοφοι δεν θεωρούν τις γνώσεις ως τοποθετημένες σ’ ένα μοναδικό και μονολιθικό επίπεδο, άλλ’ απεναντίας τοποθετημένες σε διαφορετικά σκαλοπάτια. Η διδασκαλία τής Αλήθειας παίρνει τη μορφή μυσταγωγίας, που περιλαμβάνει μια παιδαγωγική που ακολουθεί ορισμένες συγκεκριμένες βαθμίδες.

Γι’ αυτό τα συγγράμματα των αρχαίων συγγραφέων ακολουθούσαν πολύ συχνά μια μυητική σειρά πού είχε πάντοτε ως πρότυπο τα Μυστήρια. Σύμφωνα με τον Ολυμπιόδωρο πρέπει κανείς να μελετήσει τούς Πλατωνικούς διαλόγους σε επτά φάσεις αρχίζοντας από τον Αλκιβιάδη, γιατί ό διάλογος αυτός διδάσκει πως να γνωρίζει κανείς τον εαυτό του και τελειώνοντας με τον Φίληβο, επειδή πραγματεύεται το θέμα του Αγαθού. Όσον αφορά τις Εννεάδες του Πλωτίνου, η διάταξή τους είναι επίσης μυητική. Η πρώτη εξετάζει τον εξαγνισμό, η τελευταία τη βαθειά ένωση με το θείο. Στις Εννεάδες ωστόσο γίνεται λόγος για «εποπτεία» και ανοδική κίνηση. Ο ψευδο-Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, επηρεασμένος πολύ από τον Πλωτίνο και την νεο-Πλατωνική σχολή, που ήταν εμποτισμένη με μυητικό πνεύμα, διδάσκει επίσης στην Ουράνια Ιεραρχία του, τον κόσμο των αγγέλων σε εννέα βαθμίδες.

Με τη σειρά αυτή παραδειγμάτων μπορούμε να διακρίνουμε με ποιο τρόπο η μύηση και οι μυστηριακές διαδικασίες, είναι σύμφωνα με τους Έλληνες, ένα είδος απελευθέρωσης από τις αλυσίδες που μας δένουν με τις κατώτερες σφαίρες της ύπαρξης και μια άνοδος προς το Άνω, το ελεύθερο και άυλο. Η ψυχή, εφ’ όσον έχει πέσει, βρίσκεται δεμένη, θαμμένη, ζει μέσα στο σκότος και το έρεβος. Η οδός της ελευθερίας της και της επανόδου της προς την ουράνια πατρίδα βρίσκεται στις προοδευτικές αναμνήσεις του ανώτερου κόσμου. Εκείνο που προκαλεί την ανάμνηση προς το Αληθινό και το θείο και εκείνο που απλουστεύει και επιτρέπει την είσοδο σε μια περιοχή λιγώτερο σκοτεινή, είναι η ίδια η ουσία της Μύησης και των Μυστηρίων.

Αν χρησιμοποιούνται οι τελετουργίες, οι ειδικές γλώσσες, οι δοκιμασίες, οι βαθμοί, όπως συνέβαινε σ’ όλα τα Μυστήρια, πρόκειται για απόδειξη, που σημαίνει ένα δρόμο που ανατρέπει την κατεστημένη τάξη και μια εισαγωγή της ανώτερης δημιουργικής αρχής στη ζωή της ανθρώπινης ψυχής με σκοπό την εκδήλωση καινούργιων σχέσεων σε κάθε υλική και πνευματική δραστηριότητα. Όλες οι μορφές ή φόρμουλες, πού εφαρμόσθηκαν κατά την αρχαιότητα στα Μυστήρια ή στις μυστικές και φιλοσοφικές σχολές, δεν ήταν παρά η έκφραση της παιδαγωγικής φροντίδας των μυστών να οδηγήσουν τους ανθρώπους προς την αποκάλυψη του Πραγματικού. Η αποκάλυψη αυτή ήταν και παραμένει ακόμη μια κατάκτηση ατομική, διότι καμμιά βοήθεια εξωτερική δεν είναι αξιόλογη, χωρίς τη θεληματική συμμετοχή και πραγματοποίηση του ίδιου του είναι του ανθρώπου. Κάθε άλλη σημασία της μύησης στα Μυστήρια παραμένει απατηλό σχήμα, αν δεν υπάρχει πραγματική αντιστοιχία με τη συγκεκριμένη ζωή τού προσώπου, που δέχεται την πειθαρχία και τη μυητική άσκηση.

Έκβαση κάθε μύησης είναι η διείσδυση μέσα στο μυστικό χώρο, τον γεμάτο από φως. Εκεί γίνεται η πραγμάτωση κάθε τέλειου και ολοκληρωμένου ανθρώπου, αποτέλεσμα ενός θανάτου συμβολικού για τις τελετές που γίνονται στα Μυστήρια, ενός όμως πραγματικού θανάτου για την πραγματικότητα· μιας αναγέννησης σε μια καλύτερη και υποδειγματική ζωή. Η ψυχή, όντας συγγενής τού θεού από οντολογική αναγκαιότητα, σύμφωνα με την ελληνική θεωρία, κατεβαίνοντας τις θείες και ουράνιες σφαίρες, βιάζεται να ξανανέβει προς εκείνο πού είναι η φυσική της συγγένεια. Το μόνο μέσο σωτηρίας της, εφ’ όσον έπεσε μέσα στην ύλη, είναι ν’ αναγνωρίσει τον Ανώτερο όμοιό της και να εξομοιωθεί γρήγορα μαζί Του. Η εξαφάνιση της άπατης και των ψευδαισθήσεων μέσω του φωτισμού, είναι η κρυμμένη σημασία του μυστηριακού πυρσού των υποψηφίων στα Ελευσίνια μυστήρια. Με τον ίδιο τρόπο, αν αναφερόμαστε στην Ελευσίνα, στα δελφίνια, τούτο σημαίνει μια πνευματική ναυσιπλοΐα. Τα δελφίνια προσωποποιούν τους ναυτικούς βασιλείς, όπως τον Οδυσσέα. Οδηγούν τις ψυχές στις νήσους των Μακάρων, κατοικητήριο των δίκαιων και ευσεβών ψυχών.

Ο κύκνος συμβολίζει τη δύναμη που μεταφέρει το θαυμάσιο και αγνό φως. Είναι το πουλί του Απόλλωνος, του μουσικού και ηλιακού θεού. Ο χοίρος, το σύμβολο της ακαθαρσίας, θυσιάζεται στη Δήμητρα κατά τη διάρκεια της Μύησης. Η μέλισσα συμβολίζει την ψυχή που κατεβαίνει στη γένεση και το φθαρτό γίγνεσθαι και ονειρεύεται την Επιστροφή. Ταυτίζεται με την Ιέρεια της Ελευσίνας. Το μέλι είναι σύμβολο θανάτου και ζωής. Δίνεται στους μύστες ενός ανώτερου βαθμού ως σύμβολο ανανεωμένης ζωής. Η παπαρούνα, που προσφέρεται στη Δήμητρα, αντιστοιχεί με τη γη και παρουσιάζει επίσης τη δύναμη του ύπνου και της λήθης που καταλαμβάνει τον άνθρωπο μετά το θάνατο και πριν την αναγέννηση. Το λάδι συμβολίζει την αγνότητα. Το σκήπτρο σημαίνει την βασιλική εξουσία κι ό τρίποδας δείχνει την αρμονική και προφητική Απολλώνεια δύναμη. Ένα κλειδί επίσης κρατά κλειστή τη γλώσσα των μυημένων. Τα αγάλματα, οι χοροί, η μουσική, οι καθρέφτες, οι πίνακες και κάθε άλλο δραματικό στοιχείο έχουν συμβολική σημασία, όπως οι μύθοι και τα μυητικά διηγήματα.

Οι μυστικές τελετουργίες τής Ελευσίνας, όπως η επίβλεψη των κοπαδιών, του κυνηγίου, η αποχώρηση και η διαμονή μέσα στο άντρο, η διάσχιση του νερού κολυμβώντας, πάνω σέ βάρκα ή όχι, οι εξαγνισμοί, οι άνοδοι, η άφιξη στο βάθος του ιερού τεμένους, οι διδασκαλίες, η θριαμβευτική επιστροφή, είναι διαδικασίες που εκφράζουν την οδό, μέσω της οποίας οι μυήσεις θέλουν να οδηγήσουν προς τη σωτηρία τον υποψήφιο.
Πράγματι το μυητικό σύστημα και η θρησκεία των Μυστηρίων ζητούν μ’ ένα σταθερό τρόπο, μια σειρά από απογυμνώσεις και ψυχο-διανοητικές απαρνήσεις, ώστε να καταλήξουν στη Γύμνια, που είναι το θείο Φως. Πρόκειται για την απώλεια κάθε στοιχείου που προστέθηκε πάνω στην ψυχή κατά τη διάρκεια της καθόδου της.

Στην ατέρμονη διαδρομή του το άγιο σαλιγκαράκι αντιμετώπισε πάμπολλους και επικίνδυνους εχθρούς: λύκους ντυμένους πρόβατα, το υλιστικό σύστημα με τις τράπεζες και τα χρηματιστήρια, τους κρυμμένους άγνωστους κυβερνήτες του χρυσού μόσχου, όλους εκείνους που μπήκαν στο ναό και τέλεσαν τα της κακίας στ’ όνομα της αρετής, τουτέστιν τους εμπόρους του ναού, τους εμπόρους των εθνών, όπως έλεγε κι ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Κι όμως ο Κύριος απουσίαζε για να πάρει το μαστίγιο, μαστιγώνοντας τους ενοίκους τους λησταρχείου.

Στο πέρασμα των χρόνων αυξήθηκαν και πληθύνθηκαν οι σφήκες στη ζωή του μικρού μας σαλιγκαριού. Αντιμετώπισε θαραλλέα, με υπέρβαση και αφαίρεση, αλλά και με απαράμιλλη αυταπάρνηση, την κυκλοτερή σφηκοφωλιά.

Ήρθαν από το πεπρωμένο, οικογένεια, γάμος, επάγγελμα, σχέσεις, σκληροί και ιδιοτελείς λάτρεις του εγώ τους, αυτή τη φορά, όχι οι τζίτζικες υπηρέτες των Μουσών (Φαίδρος), ούτε οι Αριστοφανικοί σφήκες, αλλά οι καθημερινοί δαίμονες, ένα είδος γύπα, ικανού να κατατρώγει τα σωθικά του Προμηθεϊκού μας σαλιγκαριού, ικανού να το κρατάει στο ασήκωτο πένθος του Καυκάσου.

Σφήκες στη συμπεριφορά, σφήκες φαρμακεροί και άρπαγες, σφήκες συκοφαντικοί και ψεύτες, όλοι μαζί κλέπτες της ζωτικότητας και της ευψυχίας, ανελέητοι και ακατονόμαστοι όφεις, δηλητηριώδεις.

Το σαλιγκάρι άντεχε κι αντέχει, έστω και πληγωμένο. Τα τραύματά του έγιναν η ίδια του η δημιουργία. Ένα σαλιγκάρι με αρετήν και τόλμην, ηρωϊκό. Άντεξε στους υπονομευτές, στους φθονερούς, στους συμπλεγματικούς, στους νευρωτικούς ψιθυριστές, στους ανθρώπους που ποτέ δεν έμαθαν το διδόναι, ειμή μόνον το λαμβάνειν, στους ζητιάνους βουλιμικούς, σ’ όλους εκείνους που ακούνε στ’ όνομα του πρωτόγονου, του Βαβελικού, του λοιμώδους. Καμύ και Κάφκα και Οιδίπους Τύρρανος, η Σατρική ναυτία, και οι μύγες, συνόδευαν το μικρό μας ήρωα.

Και οι σφήκες πάντοτε παρόντες, έτοιμοι να διαμελίσουν και να κατασπαράξουν το μικρό μας, Διόνυσο, τον Άττι, τον ωραίο Άδωνι, τον Όσιρι, τον βλαστάνοντα Ταμμούς Απούσα στη θεραπεία η Ίσιδα του διασπαραγμού. Απούσες κι οι Μυροφόρες μαθήτριες. Κι όμως ο ποιητής, απέδωσε εύστοχα τα γενόμενα: «Είναι καιρός απελάσεων στην Κρήτη και στην Κύπρο». «Δίκοπο μαχαίρι ο περίγυρος κι έπρεπε ν’ αγαπήσουμε την ειρωνεία». Ή μήπως δεν αγάπησε αρκετά το σαλιγκάρι μας, το Γολγοθά του;

Ίσως περίμενε τους κεραυνούς του Δία για να κάνει στάχτη τους διαμελιστές Τιτάνες Μπορεί. Ίσως και τους λύκους της Σπάρτης, τους Εφόρους, για να λειτουργήσουν τον Καιάδα, την πικρή διεργασία της απαλλαγής από τις τιτανικές στάχτες.

Μετασχηματισμός, Μετουσίωση, Μεταμόρφωση, ήταν το μέγιστο μάθημα που μάθαινε το πορευόμενο σαλιγκαράκι μας. Κι εμείς, στην αιμάτινη αγωνία του, μεριμνούσαμε για το άγιο, πικρό ποτήριο, την αιώνια μηχανή της καύσης, εκείνη που δίνει φτερά στα όντα κι αφαιρεί ουρές από τα μη όντα ή αντιόντα, ώστε οι άγγελοι κάποτε να φανούν και να υμνήσουν Τον εν υψίστοις, Τον ευλογητό των Πατέρων ημών. Αληθινά Θεοφάνεια.

Κλείτος Ιωαννίδης
29.4.2017

Ένα ταπεινό και πολύ εύθραυστο σαλιγκάρι, γι’ αυτό και άγιο, κίνησε θαρραλέα βγαίνοντας έξω από τη χύτρα όπου ήταν στοιβαγμένο με χιλιάδες άλλα σαλιγκάρια του είδους του.

Με ανοιγμένες τις κεραίες του και σε υπερένταση προχώρησε για ένα ατελείωτο μονόδρομο, πολύ μακρινό, μακριά από την πατρίδα και φρικτά δαπανηρό. Ίδρωνε, ξεΐδρωνε, αγωνιούσε, υπέφερε στη ζέστη και στο κρύο, πεινούσε και όμως ήταν αδηφάγο για γνώση και περιπέτεια, για μεταβολή και αεικινησία. Ήταν ανθρώπινο σαλιγκάρι, με οξύτητα στις κεραίες – ραντάρ του και προπαντός ανήσυχο και αγωνιώδες για ένα ανύπαρκτο τέλος.

Αγαπημένο μου σαλιγκαράκι, που πας με τέτοιο καιρό; Κινδυνεύεις. Άκουσε. Γνωρίζω, έχεις πείσμα, ευαίσθητο μου πλάσμα, βαθειά τραυματισμένο και πληγωμένο.

Δεν θέλεις τα βέβαια και τα έτοιμα. Κι όμως ελλοχεύουν κίνδυνοι. Το εγχείρημά σου, ισοδυναμεί με Ηράκλειο άθλο, με Τρωϊκό πόλεμο, με αληθινή Ιλιάδα αλλά και, αδιάλειπτη Οδύσσεια. Έχεις εσύ, σαλιγκάρι μου, τα όπλα για τέτοιους πολέμους; Έχεις εσύ τα μέσα να νικήσεις τόσους εχθρούς; Γιατί δεν κάθεσαι στ’ αυγά σου να σιγοβράζεις στο ζουμί των συντρόφων σου και το δικό σου;

Κι όμως ακατάβλητο συνεχίζεις, ατρόμητα και άφοβα, το επώδυνο σου ταξίδι. Ζητάς την Ιθάκη σου, ζητάς την Πηνελόπη σου.

Σε θαυμάζω, σαλιγκαράκι μου, είσαι εκλεκτό. Δεν είσαι συνηθισμένο σαλιγκάρι. Μήπως σε σκέπει ο Θεός; Μήπως δέχεσαι φωτισμό άνωθεν; Με σκανδαλίζεις, αγαπημένο μου σαλιγκαράκι. Με τρελαίνεις από αγωνία για την τύχη σου. Προσεύχομαι για σένα. Μέρα νύχτα σ’ έχω στην καρδιά μου. Περιμένω τις κεραίες και τα ματάκια σου, να ιδούν εκείνο που ποθείς. Η νοσταλγία σου για το ακατόρθωτο σε κάνει ήρωα. Σε κάνει άγιο.

Άγιο μου σαλιγκάρι, σε βλέπω νικητή, σε βλέπω με το τρόπαιο. Σε αναμένει στο τέρμα το στεφάνι, Ολύμπιε μου άγγελε. Κρατήσου. Κρατήσου γερά.

Κλείτος Ιωαννίδης
16.4.2017

Λήμνιες ή Κύπριες

Α’
Κατάρα έριξε βαρειά
η Αφροδίτη
στο θήλυ γένος των Λημνίων.
Μύριζαν άσχημα
οι μασχάλες
κι η μήτρα έμεινε
κλειστή για χρόνια.
Ώσπου οι άνδρες
φύγανε
στη Θράκη τη μαιναδική
για να γενεί
ο φόνος.
Σκότωσαν
στην επιστροφή τους
άπιστους
και μίασμα πολύ ξάπλωσε φοβερό
στο βορεινό νησί.
Και κάθονταν εκεί
σ’ αναμονή σκληρή.
Περίμεναν αργοναύτες
και τη Μήδεια
την ηλιακή.
Η κόρη αυτή η φόνισσα
καθάριζε
φόνους πολλούς και δολερούς.
Έτσι καθάρισε το νησί
κι άνοιξ’ ο ουρανός
στο γάμο που γιορτάστηκε
με του Ιάσονα τους ακριβούς συντρόφους.
Είχαν αυτοί όλοι μαζί
τη χάρη
του Χρυσόμαλλου.

Β’
Και τι θα πουν στην Αφροδίτη
οι άλλες
οι δύσμοιρες της Κύπρου
πατριώτισσες;
Δεν έχουν κορμί
δεν έχουν φιλί
δεν ειν’ στα στήθια τους
της Πάφου το χρυσάφι;
Μην πείτε
βυζαντινή ειν’ εποχή
κι η έρημος
περιμένει να κατοικηθεί.
Αυτό το κάνουν ήδη
οι Εβραίοι.

Γ’
Και συ καρδιά, γιατί μου
θύμισες
τον ξενοδόχο Παρμενίωνα
στην Αίγυπτο
στο Κάιρο
πέντε λεπτά πριν φύγω;
Πώς βρέθηκες εκεί
με τέτοιο όνομα βαρύ;
Έτσι θα λένε την
αυγή
στου Μόρφου ένα πρωί
μιαν αραπιά ολόκληρη
κι ένα πουλί
την Κύπρο
να θυμίζει;

Παρακλητικό

Διψώ διά πλήθος υδάτων.
Συμεών ο Νέος Θεολόγος

Αθήνα, 26.8.1975 – Λευκωσία 1.1.1977

Β.
Της θάλασσας σου η ευλογία
οι εκατό ξυλοδαρμοί του Ξέρξη
κι η άγνωση αιτία του Ιάσονα.
Τότε συνέχισες για το αλάτι των Γομόρων
για τους εραστές αγγέλους.
Και κραύγασες:
ιδού η Ιερουσαλήμ της αγάπης μου
ιδού τα Ελευσίνια της Κύπριδος.

Μ.
Χρονικό ερωτευμένου
ανέλπιστο Χαλδαϊκό κέντρο
και όρος Θαβώρ
αρκετά μέτρα ψηλότερο από τη θάλασσα
της Γαλιλαίας.
Αγριόχορτα στα φορέματά μου
και πηγή χωρίς το περιδέραιό μου.
Κόλλησαν σκόνες επάνω μου
και σένα
η κενή μου στάμνα περιμένει.
Χαλίκια
σπασμένα χαλίκια στα πόδια μου
και δάκρυα
χωρίς το μήνα Αύγουστο με τα γλυκά
σταφύλια.

Β.
Φύλλα από το κορμί σου
της καταστροφής παιδί.
Ανατομία του σπασμού
φως στο νου
και μάτια χωρίς βλέφαρα.
Βασιλεύει το λευκό
το πράσινο
το μωβ
Χάθηκαν οι λαοί στου κάτω κόσμου τα περιβόλια
και τα βουνά χορτάσαν.
Η Ιστορία δειλά απολογείται.
Οι τάφοι μόνο για νεκρούς.

Μ.
Ο ουρανός κι η γη
χορέψαν τον ανήφορο.
Ο κόσμος είναι πεδιάδα από πεταλούδες.
Βοηθάνε ν’ ανταλλάξουμε τα σώματά μας.

Β.
Βλάστησαν στο στόμα σου βιολέττες
κι άνθισες απόγευμα.
Δώσε μου την Κυριακή του Πάσχα
και τα πάθη της γλώσσας σου.
Σε πάντρεψα νύκτα με τους κάκτους
και σε πλήρωσα τον Ακάθιστο.

Μ.
Ανύπαρκτη η πράξη.
Η αφή
η όραση
η ακοή
η γεύση.
Βρέχει ο ουρανός Διόνυσο
και ιαχές ερωτικές.
Ευχαριστώ το Θεό
για την απόλαυση
το θάνατο
και την ακινησία.
Μεταμορφώθηκε το σώμα μου
ανάσταση μυρίζει.
Η ευλογία του Χριστού
γιατί χρόνους πολλούς στην έρημο με
κράτησε
χωρίς νερό
χωρίς φιλί
χωρίς τα επουράνια;

Β.
Της ηδονής η γέφυρα
κι οι κλίμακες της γης μας.
Πλάκωσε τ’ άπειρο χρυσή.
Κάποιοι προσεύχονται με μύρα στο σταφύλι
κι ήρθε στου κρεβατιού τον κήπο
το χρώμα του πορτοκαλιού.
Παρόμοια η ζωή
με τη συνένωση θεών κι ανθρώπων.
Κρασί αισθησιακό
με έκσταση
και ειδωλολατρία.

Μ.
Σπαθιά του νου
κι εγχείρηση της πέτρας.
Δεν συγχωρώ το καλό
για το καλύτερο.
Ειν’ η πικρή συνέχεια του Προμηθεϊκού
αστείου.
Οιδίποδα, στα στήθη της μικρής σου κόρης
ώρα πια να πεις το μυστικό σου.
Η Θήβα άνθισε
κι οι Πέρσες έχουν φύγει.
Θα χορευτεί στην Έφεσο ξανά
ο πυρρίχιος.
Μην τ’ αρνηθείς, Θηβαίε.
Ξαπλωμένοι είμαστε στης ερήμου τα χαλιά
και γοερά θρηνούμε.

Β.
Ναι, στην ένωση των παλαιών
αλλά και των καινούργιων.
Την Αφροδίτη τη Θεά
την Άρτεμη
την Αθηνά
όμως και τις αγίες.
Τη Θέκλα προπαντός
και τη Μαγδαληνή στα πόδια.
Ώστε ο ουρανός τη γη
παντού να την καλύπτει.
Προτού η κίνηση φανεί
μιαν ηδονή
κι ένα Θεό
ο κόσμος ν’ αναπνέει.

Μ.
Σιγανή φωτιά που καίει το χειμώνα.
Χάδια ίσως κάποιας αμαρτωλής ιερότητας.
Η αμετάθετη ζωή του προαυλίου.
Επανάλαβε Ελένη το τροπάριο.
«Βασιλεύει, αλλ΄ουκ αιωνίζει, Άδης
του γένους των βροτών».

Β.
Έτσι περίπου φάνηκαν
μαζί με το κορμί της
το στόμα της το φωτεινό
τα θηλυκά της μέρη.
Κρίμα προπατορικό
Κι αγγέλων οπτασία.

Φευγαλέο

Ο διπλανός συγκάτοικος
μόνιμα ανικανοποίητος
επίμονα ρωτούσε αν βρισκόταν
στα επεκτατικά σχέδια του Θεού.

Δεκατέσσερα χρόνια τώρα
Έρημος αποξηραμένη
εναγώνια περίμενε την εισβολή
των αδελφών υπερβορείων.
Κι ήταν η αναμονή του
καταιγίδα
βροχή
χαλάζι καταστρεπτικό.
Στα χρόνια τούτα
άνεμος δεν φάνηκε καθόλου
το χιόνι στάθηκε ακριβό.
Κι ας είπε και ξαναμίλησε
για το σωτήριον της θηλυκότητας
τον εβενό τ’ ουρανού.
Απομεσήμερο και βράδυ
σ’ ώρες χαράς αιλίνου
συχνά ακούγονταν στα χείλη του
το νυν απολύεις
αντανάκλαση αγγέλων
άνοιξη πρόωρη των άστρων.

Κι ο τόσος πόνος γιατί
στη βάση του
δεν εκτοξεύονταν οι πύραυλοι
και στον αιώνα του
απαγορεύονταν διαπλανητικά ταξίδια.
Ιστορικός άνθρωπος κι αυτός
ενσαρκωμένος
είχε στο νου βαθειά πληγή
το μαχαίρι του απείρου.
Κι όλο διαμαρτύρονταν
για το Δίωνα το Συρακούσιο
το ευ πράττειν στους οικείους του.
Από την Πλατωνόπολη
με αγάπη
γράμμα ανεπίδοτο στους τυχερούς
η θλιβερή του έγνοια.

Δανιήλ στο λάκκο των θανόντων
τον κούρασε η αναβολή
ο έλεγχος των πεπραγμένων.

Ο άνθρωπος αυτός
χρυσό μυρμήγκι του Θεού
στα σύνορα του κόσμου
δεν είχε άλλη κατοχή
παρά τον πόλεμο των λουλουδιών
την υπόσχεση της νύκτας.

Και στο στήθος
η Ελλάδα των γυναικών
μήλο πικρό αχώνευτο
πενθούσε
τριώδιο ασήκωτο
το χρώμα του νησιού του.

Έφευγε και στη φυγή του
αιθρίαζε ο χειμώνας
ερχόταν και στον ερχομό του
ανοίγανε τα βλέφαρα των φυλακών
φαινόταν ξανά ο ήλιος.

Πένθιμο σε μοναχό ποιητή

Στη Βηθλεέμ του δεν ήρθαν άγγελοι
να υμνούν και να δοξολογούν
ούτε μάγοι εξ ανατολών να καταθέσουν
τα δώρα της αγάπης τους.
Και στον ενταφιασμό του δεν ήταν παρών
ο ευσχήμων βουλευτής.
Απουσίαζαν κι οι μυροφόροι γυναίκες.

Κι ας ζήτησε συγγνώμη συγχωρώντας τους υβριστές του
Πιστός στη δύναμη του ελάχιστου
γνώστης τέλειος του τιμήματος των στίχων.

Ο μοναχός ποιητής δεν ήταν από τους συνήθεις.
Η ανωνυμία του μεγάλου κόσμου
τον κατάκλυζε συχνά.
Είχε για συντροφιά τις κορυφές του
απείρου.
Στον αισθησιασμό της ποίησης αυτός
μαυροφορούσε.
Η άνοιξη των λόγων ποτέ δεν τον
παρέσυρε.

Σπυρί πιστό στο μέγα κόσμο
θεατής των άστρων
και βραχοθραύστης
κινούσε για του πάγου το άνθισμα
με τον ήλιο στην καρδιά
και την πρώτη ποίηση να κατευθύνει.

Στην κάθε νέα πράξη
είχε στο νου του ο ασκητής
το «μεταβέβηκεν από του θανάτου εις την ζωήν»
την νεκρώσιμον ακολουθίαν των
ανθρώπων.

Κι όμως δεν ήταν καθόλου δυστυχής.
Γνώριζε ώς τ’ άκρα την αντοχή
των χαρταετών.

Όπως τον Κλαζομένιο
έκτιζε στους θόλους τ’ ουρανού
υπηρετώντας την πατρίδα.
Κι όλο ευγνωμονούσε τη γη
που του πρόσφερε μια τέτοια χάρη.
Η θέα από χαμηλά ήταν γι’ αυτόν ευεργεσία
ο ατέλειωτος Πελοποννησιακός της ποίησής του.